- πήλινος
- -η, -ο / πήλινος, -ίνη, -ον και δωρ. τ. πάλινος, ΝΜΑ [πηλός]κατασκευασμένος από πηλό (α. «πήλινα αγγεία» β. «τας πηλίνας λεκάνας», Παπαδ.γ. «τὰ πήλινα καὶ κεράμεα στεγάσματα», Πλούτ.)αρχ.1. το αρσ. ως ουσ. οἱ πήλινοιοι πήλινοι ανδριάντες2. φρ. «πήλινον ὀξύ» — φωλιά από λάσπη που καταλήγει σε κωνική στέγη, φτιαγμένη από αγριομέλισσες ή άλλα έντομα.
Dictionary of Greek. 2013.